ενδημία

ενδημία
η
1) мед. эндемия; 2) церк, явление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενδημία" в других словарях:

  • ἐνδημία — ἐνδημίᾱ , ἐνδημία dwelling in fem nom/voc/acc dual ἐνδημίᾱ , ἐνδημία dwelling in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδημίᾳ — ἐνδημίᾱͅ , ἐνδημία dwelling in fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδημία — η (Α ἐνδημία και δωρ. τύπος ἐνδαμία) νεοελλ. νόσος, συχνά λοιμώδης, που εμφανίζεται μόνιμα σ έναν τόπο με πολλά περιστατικά ή με μορφή επιδημίας αρχ. 1. διαμονή σ έναν τόπο 2. εκκλ. η παρουσία τού Χριστού στη γη …   Dictionary of Greek

  • ενδημία — η 1. η διαμονή σε κάποιο τόπο. 2. η παραμονή του Χριστού στη γη. 3. (ιατρ.), λοιμώδης αρρώστια που εμφανίζεται ταχτικά σ έναν τόπο, συνήθως σποραδικά, μερικές φορές όμως και με μορφή επιδημίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνδημίας — ἐνδημίᾱς , ἐνδημία dwelling in fem acc pl ἐνδημίᾱς , ἐνδημία dwelling in fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδημίαν — ἐνδημίᾱν , ἐνδημία dwelling in fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Endemia — (Del gr. endemia < en, en + demos, pueblo.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad que se da habitualmente en una misma zona geográfica: ■ el beriberi y el cólera son endemias. * * * endemia (del gr. «éndēmos», que afecta a un país) f. Med …   Enciclopedia Universal

  • endemia — (Del gr. ἐνδημία, que afecta a un país). f. Med. Enfermedad que reina habitualmente, o en épocas fijas, en un país o comarca …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»